- γρικώ
- (-άω)βλ. γροικώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρικώ — γρικάω / γρικώ (παρατατ. συνήθως ούσα), γρίκησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
(α)γρικώ — (α)γρίκησα, (α)γρικήθηκα, (α)γρικημένος 1. ακούω: Να (α)γρικάς τι σου λέω. 2. καταλαβαίνω: Όσο και να τα κάνεις λιανά, αυτός δε(ν) (α)γρικά. γρικώ γρίκησα, γρικήθηκα ακούω, καταλαβαίνω: Άδικα σου μιλώ, δε γρικάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γροικώ — και γρικώ ( άω) βλ. αγροικώ … Dictionary of Greek
γρικάω — / γρικώ (παρατατ. συνήθως ούσα), γρίκησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
(α)γροικώ — βλ. το ορθό γρικώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)